Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 29η ως την 31η ημέρα:
421 Μα να που η Αθηνά, του Δία η κόρη, έρχεται τώρα μ’ άλλες σκέψεις:
δένει τον δρόμο στους ενάντιους ανέμους, τους προστάζει ανάπαυλα [...].
Σήκωσε μόνο τον γοργό βοριά, σπάζει τα κύματα μπροστά του,
για να μπορεί, ξεφεύγοντας τον χάρο και τη μαύρη μοίρα,
να σμίξει ο θείος Οδυσσεύς μ’ εκείνους που έχουν
χαρά τους το κουπί, τους Φαίακες.
Κι ωστόσο δυο μερόνυχτα, δοσμένος στο μεγάλο κύμα,
είδε πολλές φορές τον χάρο με τα μάτια του.
430 Μόνο την τρίτη μέρα, σαν την ξημέρωσε η Αυγή
με τους ωραίους πλοκάμους, έπεσε ο άνεμος,
γαλήνεψε, κι έγινε νηνεμία.
Και ξαφνικά βλέπει στο πλάι του στεριά· όπως τον σήκωσε
ψηλά ένα μεγάλο κύμα, την είδε μπρος του με το κοφτερό του μάτι.
435 Πόση αγαλλίαση νιώθουν παιδιά που αναστήθηκε ο πατέρας τους -
τον είχε βρει και τον κρατούσε στο κρεβάτι
βαριά αρρώστια που τον παίδεψε πολύ· μέρα τη μέρα έλιωνε,
καθώς ο δαίμονας τον χτύπησε ο φριχτός· και τώρα
που οι θεοί τού λύνουν τα δεσμά της συμφοράς του,
440 αγάλλεται· τόση αγαλλίαση δίνει στον Οδυσσέα η θέα
της στεριάς της δασωμένης. Όλος σπουδή κολύμπησε
να φτάσει, για να πατήσει χώμα το ποδάρι του.
Αλλά όταν πια τον χώριζε τόση μονάχα απόσταση, όσο
που ν’ ακουστεί φωνάζοντας, τον πήρε ο γδούπος
445 που τα ύφαλα
της θάλασσας χτυπούσε.
Το μέγα κύμα, σπάζοντας φοβερό πάνω στις ξέρες,
βόγκαε και ξερνούσε, σκεπάζοντας τα πάντα μ’ αλισάχνη.
Λιμάνια ανύπαρκτα, των καραβιών οι κόλποι ανύπαρκτοι·
υπήρχαν μόνο κάβοι απόκρημνοι, γκρεμοί και βράχοι.
450 Τότε του λύθηκαν τα γόνατα, λύγισε κι η καρδιά του,
βαρυγκομώντας ο Οδυσσέας μόνος του μιλούσε
λέγοντας στην περήφανη ψυχή του:
«Τώρα τι γίνεται. Αφού ο Δίας ανέλπιστα μου δίνει
να δω στεριά, και μπόρεσα να φτάσω εδώ, μέσα από τόσα κύματα,
455 δεν βλέπω μέρος πουθενά να καταφύγω, που να με βγάλει
από την αφρισμένη θάλασσα.
Έξω μονάχα βράχοι μυτεροί και γύρω τους βρυχάται το κύμα πολυτάραχο· [...]
460 κι είναι από κάτω το νερό βαθύ, δεν γίνεται να στηριχτείς
στα πόδια και να σταθείς για να ξεφύγεις το κακό.
Αν πάω να βγω, φοβάμαι μήπως και μ’ αναρπάξει το μεγάλο κύμα
και με συντρίψει πάνω σε γρανιτένιο βράχο –
τότε κι η ορμή μου πάει χαμένη.
465 Αν πάλι πω πως κολυμπώ ένα γύρο, μήπως και βρω κάπως
απάνεμο ακρογιάλι ή και λιμάνι αυτής της θάλασσας, τρέμω
μην και με παρασύρει η αντάρα πάλι στο ψαροτρόφο πέλαγο [...].
469 Ή κι ένας δαίμονας από τα βάθη της θαλάσσης στείλει
470 να με σπαράξει κάποιο κήτος [...].
472 Καλά τον ξέρω τον θυμό του Κοσμοσείστη, το μένος του εναντίον μου [...].»
474 Κι όπως ακόμη μες στα φρένα και τον νου του ανακινούσε τέτοιες σκέψεις,
475 μεγάλο κύμα τον παρέσυρε, τον έριξε στα βράχια της ακτής.
Τότε τις σάρκες του θα ξέσχιζε, τα κόκαλά του θα συντρίβονταν,
αν η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, δεν έδινε τη φώτισή της·
μαζεύοντας τη δύναμή του, και με τα δυο του χέρια
πιάστηκε απ’ τον βράχο, κι εκεί κρατήθηκε στενάζοντας
480 ώσπου το κύμα πέρασε.
Κι αν γλίτωσε έτσι, όμως το κύμα, πίσω γυρίζοντας ορμητικό,
τον έπληξε και τον επέταξε μακριά, ξανά τον πήγε στα βαθιά. [...]
487 Θα ’ταν κι αυτό απρόβλεπτος χαμός του δύστυχου Οδυσσέα,
αν πάλι η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, δεν έδινε τη φώτισή της·
κατόρθωσε ν’ αναδυθεί απ’ το κύμα που έσπαζε στη στεριά,
490 έστριψε προς τα έξω και λοξά κολύμπησε, κοιτάζοντας
μη χάσει τη στεριά απ’ τα μάτια του, μήπως και βρει
κάπως απάνεμο ακρογιάλι ή και λιμάνι αυτής της θάλασσας.
Και τότε κολυμπώντας φτάνει στο στόμα ποταμού καλλίρροου –
αυτός ο χώρος έκρινε πως ήταν ο καλύτερος,
495 αφού του έλειπαν οι βράχοι, κι ο άνεμος δεν τον χτυπούσε. Βλέποντας
μπρος του τα νερά του ποταμού να ρέουν, έκανε ολόψυχην ευχή:
«Επάκουσε, όποιος κι αν είσαι, ποταμέ βασιλικέ μου.
Προσπέφτω, χίλιες φορές παρακαλώ σε, γλίτωσέ με
από την απειλή του ποσειδώνιου πελάγου.
500 Πρέπει, πιστεύω, κι οι αθάνατοι θεοί να τον σπλαχνίζονται
όποιον παραδαρμένος τούς ζητά το έλεός τους.
Ένας που έπαθε πολλά κι εγώ, τώρα στα γόνατά σου πέφτω,
ποταμέ μου, ζητώ να μ’ ελεήσεις, βασιλιά μου.
Ικέτης σου είμαι, και το ομολογώ.»
505 Ευχήθηκε κι ευθύς ο ποταμός ανέκοψε το ρέμα,
σταμάτησε το κύμα, μπροστά του τα νερά γαλήνεψε,
τον πήρε και τον έσωσε στις εκβολές του.
Μα είχαν πια λυγίσει και τα δυο του γόνατα, τα στιβαρά του χέρια
λύθηκαν, ένιωθε τσακισμένος απ’ το κύμα·
510 σώμα πρησμένο, στόμα, ρουθούνια να ξερνούν τη θάλασσα,
κι αυτός πεσμένος κάτω, δίχως πνοή, δίχως φωνή,
σαν λιγοθυμισμένος, τυραννισμένος από κούραση φριχτή.
Κι ωστόσο μόλις πήρε ανάσα κι ήλθε η ψυχή ξανά στον τόπο της,
το μαγικό μαγνάδι λύνοντας το παραδίνει
515 στου ποταμού το ρέμα που έσμιγε με τη θάλασσα·
γοργά το πήρε μες στη δίνη του ένα μεγάλο κύμα,
κι αμέσως το υποδέχτηκαν τα χέρια της Ινώς.
Τότε απ’ το ποτάμι βγαίνει, έγειρε σ’ ένα σχοίνο πλάι,
σκύβοντας φίλησε το χώμα της ζωοδόχου γης.
520 Βαρύθυμος ακόμη, μιλώντας είπε στη γενναία ψυχή του:
«Τώρα στο τέλος τι μου μέλλεται να πάθω, αλίμονο.
Αν μείνω στο ποτάμι και περάσω εδώ τη μαύρη νύχτα,
πώς να μη συμμαχήσουν άσχημα πάχνη και παγωνιά,
εξαντλημένον να μου πάρουν την ψυχή,
525 έτσι που την αυγή τόσο ψυχρό το αγιάζι κατεβαίνει απ’ το ποτάμι.
Αν πάλι ανέβω την πλαγιά στο δάσος το βαθύσκιωτο,
αν σε φυλλωσιές πυκνές πέσω να κοιμηθώ, πες πως το κρύο
κι ο κάματος μ’ αφήνουν, κι επέρχεται ύπνος γλυκός·
τα άγρια θηρία τρέμω μήπως με βρουν και με σπαράξουν.»
530 Κι όπως το συλλογίστηκε, αυτό του φάνηκε πως είναι το καλύτερο:
ξεκίνησε να βρει το δάσος, το βρήκε πλάι στον ποταμό,
ψηλά σε ξάγναντο.
Τρύπωσε εκεί, κάτω από θάμνα δίδυμα, ελιά κι αγρίλι που ξεφύτρωναν μαζί.
Δεν έφτανε ως εδώ το μένος των υγρών ανέμων,
535 δεν τα χτυπούσε αυτά τα θάμνα ήλιος με τις αχτίνες του,
όταν σηκώνεται λαμπρός, μήτε η βροχή τα διαπερνούσε·
τόσο πυκνά συμπλέκονταν το ’να μαζί με τ’ άλλο.
Γλίστρησε ο Οδυσσέας στον κόρφο τους, και με τα χέρια του
φτιάχνει το στρώμα του παχύ κι ευρύχωρο,
540 από τα φύλλα τα πολλά που ήταν χυμένα γύρω, τόσο και τέτοιο,
που θα μπορούσε δυο και τρεις ανθρώπους να τους προφυλάξει,
ακόμη και σε χειμωνιάτικη ώρα, όταν βαραίνει ο καιρός πολύ.
Το έργο του κοιτώντας, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
ένιωσε μέσα του χαρά· στη μέση ξάπλωσε ρίχνοντας
545 από πάνω του σωρό τα φύλλα.
Πώς κάποιος έκρυψε δαυλό μέσα στη μαύρη στάχτη,
σε χτήμα απόμερο, που γείτονες στο πλάι του δεν έχει, σώζοντας έτσι
το σπέρμα της φωτιάς, που να μην είναι ανάγκη απ’ αλλού ν’ ανάβει·
με ένα δαυλό παρόμοιος ο Οδυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα.
550. Τότε κι η Αθηνά χύνει στα μάτια του τον ύπνο,
γρήγορη ανάπαυση από τον μόχθο και τον κάματό του.
Kι ο ύπνος σφράγισε τα βλέφαρά του.
O Oδυσσέας «σκύβοντας φίλησε το χώμα της ζωοδόχου γης».
Xαρακτικό του Φλαμανδού Th. van Thulden.
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης Σταυρόλεξο Σταυρόλεξο
[Η συμπεριφορά του Αποστόλου Παύλου σε τρικυμία]
Όταν άρχισε να πνέει ελαφρά νότιος άνεμος, [...] σήκωσαν τις άγκυρες και έπλεαν κοντά στις ακτές της Κρήτης. Ύστερα από λίγο ξέσπασε στο νησί ένας θυελλώδης άνεμος [...]. Άρπαξε το πλοίο, κι όπως αυτό δεν μπορούσε να πάει αντίθετα, τ’ αφήσαμε και το πήγαιναν ο άνεμος και τα κύματα. [...] Επειδή πολύ μας ταλαιπωρούσε η τρικυμία, την άλλη μέρα ρίξαμε το φορτίο στη θάλασσα, και τη μεθεπομένη ρίξαμε στη θάλασσα με τα χέρια μας όλον τον εξοπλισμό του πλοίου. Για πολλές μέρες δεν φαίνονταν ούτε ο ήλιος ούτε τα άστρα, η κακοκαιρία συνεχιζόταν, κι έτσι χανόταν κάθε ελπίδα να σωθούμε. Κανείς δεν ήθελε πια να φάει τίποτα. Τότε ο Παύλος στάθηκε ανάμεσά τους και είπε: «Έπρεπε, άντρες, να με είχατε ακούσει και να μην ξεκινούσαμε από την Κρήτη. Έτσι, θα είχαμε γλιτώσει από την ταλαιπωρία αυτή κι απ’ τη ζημιά. Τώρα όμως σας συνιστώ να μη χάσετε το θάρρος σας. Κανείς από σας δε θα χαθεί, μόνο το πλοίο. Την περασμένη νύχτα μού φανερώθηκε άγγελος του θεού, στον οποίον ανήκω και τον οποίον υπηρετώ, και μου είπε: "μη φοβάσαι, Παύλε! Πρέπει να εμφανιστείς στον αυτοκράτορα, κι έτσι ο θεός για χάρη σου θα σώσει όλους όσοι είναι μαζί σου στο πλοίο".
Γι’ αυτό έχετε θάρρος, άντρες! Γιατί έχω εμπιστοσύνη στον θεό ότι θα γίνει έτσι όπως μου είπε ο άγγελος. Πρέπει να προσαράξουμε σε κάποιο νησί». [14 μέρες έπλεαν ακυβέρνητοι στη θάλασσα.]
Τη δέκατη τέταρτη νύχτα [...], καθώς περίμεναν να ξημερώσει, ο Παύλος τούς παρακινούσε όλους να φάνε κάτι [τους ενθάρρυνε και τους βεβαίωσε πάλι ότι όλοι τους θα σωθούν]. Στο πλοίο ήμασταν συνολικά διακόσιες εβδομήντα έξι ψυχές. Αφού χόρτασαν όλοι, πέταξαν το σιτάρι στη θάλασσα, για να ελαφρώσει το πλοίο.
Όταν ξημέρωσε, είδαν μια στεριά που τους ήταν άγνωστη. Ανακάλυψαν όμως έναν κόλπο που είχε γιαλό, στον οποίο αποφάσισαν να ρίξουν το πλοίο, αν μπορούσαν. Έλυσαν, λοιπόν, τα σκοινιά που κρατούσαν τις άγκυρες, και τις άφησαν να πέσουν στη θάλασσα. [...] Έπειτα, σήκωσαν το μπροστινό πανί και με τον άνεμο προσπαθούσαν να προσορμιστούν στο γιαλό. Έπεσαν όμως σ’ έναν ύφαλο από άμμο κι έριξαν εκεί το πλοίο. Η πλώρη μπήχτηκε στην άμμο κι έμεινε ακίνητη, η πρύμνη όμως διαλυόταν από τη μανία των κυμάτων. [... Τότε,] ο αξιωματικός [...] διέταξε, όσοι μπορούν να κολυμπήσουν, να πηδήξουν πρώτοι στη θάλασσα και να βγουν στη στεριά, κι οι άλλοι να βγουν πάνω σε σανίδια ή σε άλλα μέρη του πλοίου. Έτσι, βγήκαν όλοι στη στεριά και σώθηκαν.
(Καινή Διαθήκη, Πράξεις των Αποστόλων, 27, 13–44, μτφρ. Σ. Αγουρίδη κ.ά., εκδ. Βιβλικής Εταιρείας, Αθήνα, 1985)
→ Προσέξτε τη συμπεριφορά του Oδυσσέα στην τρικυμία και στο ναυάγιο (στ. 321-552), καθώς και την ανάλογη συμπεριφορά του Aποστόλου Παύλου στο απόσπασμα από τις Πράξεις των Αποστόλων, και συζητήστε πώς αντιδρούν οι άνθρωποι όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με τα στοιχεία της φύσης (τις τρικυμίες, τους σεισμούς κτλ.).